-
1 παρθενό-σφαγος
παρθενό-σφαγος ( σφάζω), von einem geopferten Mädchen, μιαίνων παρϑενοσφάγοισι ῥείϑροις πατρῴους χέρας, Aesch. Ag. 209.
1 παρθενό-σφαγος
παρθενό-σφαγος ( σφάζω), von einem geopferten Mädchen, μιαίνων παρϑενοσφάγοισι ῥείϑροις πατρῴους χέρας, Aesch. Ag. 209.